- ἀνέχειν
- ἀνέχωhold uppres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποκρεμάννυμι — Α 1. (σχετικά με τοίχο) ενισχύω, υποστηλώνω 2. παθ. ὑποκρεμάννυμαι κρέμομαι από κάτω («ὑποκρεμάμενον ἀνέχειν τὸ βάρος», Γρηγ Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κρεμάννυμι «κρεμώ»] … Dictionary of Greek